φλωριζινικός

φλωριζινικός
-ή, -ό, Ν
βλ. φλοριζινικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλοριζινικός — και παλ. γρφ. φλωριζινικός, ή, ό, Ν [φλοριζίνη] 1. (βιοχ. φαρμ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοριζίνη 2. φρ. «φλοριζινική σακχαρουρία» ιατρ. τεχνητά προκαλούμενος διαβήτης για πειραματικούς σκοπούς, με τη χρήση φλοριζίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”